- υπερέξοδο
- το, Ν1. υπέρμετρη δαπάνη2. στον πληθ. τα υπερέξοδατα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.